Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η εργατική πειθαρχία

  • 1 трудовой

    трудовой εργατικός; \трудовойое воспитание η εργατική διαπαιδαγώγηση; \трудовойая дисциплина η εργατική πειθαρχία
    * * *

    трудовое воспита́ние — η εργατική διαπαιδαγώγηση

    трудова́я дисципли́на — η εργατική πειθαρχία

    Русско-греческий словарь > трудовой

  • 2 трудовой

    επ.
    εργατικός, της δουλειάς•

    кодекс εργατικός κώδικας•

    -ая дисциплина εργατική πειθαρχία•

    трудовой день βλ. трудодень•

    -ые деньги τα χρήματα της δουλειάς•

    трудовой стаж τα χρόνια εργασίας ή υπηρεσίας•

    -ое законодательство εργατική νομοθεσία•

    -ое воспитание εργατική διαπαιδαγώγηση•

    -ая колония εργατική-αναμορφωτική αποικία (είδος ποινής ανήλικων εγκληματιών).

    || ο εργαζόμενος•

    -ое крестьянство η εργαζόμενη αγροτιά•

    трудовой народ ο εργαζόμενος λαός.

    εκφρ.
    - ая книжка – εργατικό βιβλιάριο•
    - ые резервы – εργατικές εφεδρείες•
    - ое соглашение – εργατική συμφωνία ή σύμβαση.

    Большой русско-греческий словарь > трудовой

  • 3 дисциплина

    θ.
    1. πειθαρχία•

    воинская -στρατιωτική πειθαρχία•

    партииная дисциплина κομματική πειθαρχία•

    трудовая дисциплина εργατική πειθαρχία•

    соблюдать -у πειθαρχώ, είμαι πειθαρχικός.

    2. αντοχή, εγκράτεια•

    внутренняя дисциплина η εγκράτεια.

    θ.
    κλάδος επιστήμης.

    Большой русско-греческий словарь > дисциплина

  • 4 трудовой

    трудов||ой
    прил ἐργάσιμος, τής ἐργασίας:
    \трудовой день ἡ ἐργάσιμη μέρα· \трудовой фронт τό μέτωπο τής ἐργασίας· \трудовойая жизнь ἡ ζωή τοῦ δουλευτή· \трудовойые деньги χρήματα πού κερδίζονται μέ τή δουλειά· \трудовойо́е население ὁ ἐργαζόμενος λαός· \трудовойо́е воспитание ἡ ἐργατική διαπαιδαγώγηση· \трудовойа́я дисциплина ἡ ἐργατική πειθαρχία· \трудовойые подвиги τά κατορθώματα τής ἐργασίας· \трудовой подъем ὁ ἐργατικός ἐνθουσιασμός· ◊ \трудовойа́я книжка τό ἐργατικό βιβλιάριο[ν]· \трудовойые резервы οἱ ἐργατικές ἐφεδρείες.

    Русско-новогреческий словарь > трудовой

  • 5 блюсти

    блюду, -дешь; παρλθ. χρ. блюл, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. τηρώ•

    блюсти дисциплину труда τηρώ την εργατική πειθαρχία•

    блюсти порядок τηρώ την τάξη•

    блюсти законы τηρώ τους νόμους.

    2. επιβλέπω, επιτηρώ.
    1. τηρούμαι.
    2. επιβλέπομαι, επιτηρούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > блюсти

См. также в других словарях:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • κομουνισμός — Θεωρία που υποστηρίζει την αντίληψη της κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των καταναλωτικών αγαθών, ξεκινώντας από την προϋπόθεση της θεμελιώδους ανθρώπινης ισότητας η οποία, υπό ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οργανώνεται σε ένα πρόγραμμα… …   Dictionary of Greek

  • συνδικάτα — Σωματεία των εργαζόμενων που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, χειρωνακτική ή διανοητική, σε οποιοδήποτε παραγωγικό τομέα, και έχουν σκοπό την προστασία των οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων, ατομικών και συλλογικών, των μελών τους. Η δράση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»